Μιλώντας κανείς για τα ανδρικά αξεσουάρ για τον λαιμό, μπορεί να ξεκινήσει και να χαθεί σε έναν δαιδαλώδη όγκο πληροφοριών. Από τα διάφορα είδη της γραβάτας, στους άπειρους τρόπους δεσίματος, τα παπιγιόν, τα κασκόλ, τα κολάρα, μέχρι ακόμη και τα ζιβάγκο, η μόδα του ανδρικού neckwear εξελίχθηκε άρρηκτα και παράλληλα με τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν στις εκάστοτε κοινωνίες στο πέρασμα του χρόνου.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Σημεία για την ύπαρξη και χρήση υφασμάτων γύρω από τον λαιμό των ανδρών υπάρχουν από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Οι Αιγύπτιοι έδεναν ένα είδος προγόνου του δικού μας μαντηλιού γύρω από νεκρούς και τους Φαραώ, ενώ οι φυλές της Ωκεανίας χρησιμοποιούσαν παρόμοια υφάσματα. Για αρκετά χρόνια και ιδίως κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα περιττά υφάσματα εξαφανίστηκαν, μέσα σε αυτά και τα υφάσματα λαιμού.
Η συνέχεια της ιστορίας μας εκτυλίσσεται μερικούς αιώνες αργότερα και το ενδιαφέρον μας μεταφέρεται στη Δυτική Ευρώπη. Δειλά-δειλά, κατά την περίοδο του Τριακονταετούς πολέμου (1618-1648), οι Κροάτες στρατιώτες που συμμετείχαν στον πόλεμο ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους, φορώντας ό,τι πιο κοντινό μπορούμε να εντοπίσουμε στη σύγχρονη ανδρική γραβάτα. Σύντομα αυτό το αξεσουάρ έγινε σύμβολο κατοχής πλούτου και υψηλού κοινωνικού προφίλ στην κοινωνία. Οι γιακάδες στους οποίους τύλιγαν αυτά τα υφάσματα, επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για πολλά ακόμη χρόνια.
Η ετυμολογία της λέξης γραβάτα “cravat” στα αγγλικά, προέρχεται από τη γαλλική λέξη «cravate», δηλαδή Κροάτης, “Croat”, καθώς από τους Κροάτες διαδόθηκε η μόδα του μαντηλιού δεμένου γύρω από το λαιμό. Η γραβάτα είναι συνδεδεμένη με τους Κροάτες. Δεν την ανακάλυψαν, αλλά τη διέδωσαν ως αξεσουάρ στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα.
Ταυτόχρονα στην Ισπανία εμφανίστηκε η ανάγκη για τους άνδρες να κρύβεται τελείως ο λαιμός, οπότε και άρχισε να φοριέται ένα λευκό, ζαρωμένο κολάρο, σε χαλαρό σχέδιο με πολλές κάθετες δίπλες (ευρέως γνωστό από πίνακες της εποχής). Το ύφασμα αυτού το κολάρου ήταν από λινό, παράδοση που τηρήθηκε και κατά τα επόμενα χρόνια. Το αμέσως επόμενο βήμα, ήταν το λευκό ύφασμα τυλιγμένο και δεμένο σε φιόγκο. Εναλλαγή αυτού του αξεσουάρ ήταν και η χρήση λεπτού κολάρου, εφαρμοστού στον λαιμό, με ύστερη προσθήκη του δεμένου υφάσματος ως προσθετικού στην απλή βάση. Πολύ σύντομα, η μόδα αυτή έβρισκε ερείσματα σε όλο τον δυτικό κόσμο. Ευγενείς και αριστοκράτες, στρατιώτες και ναυτικοί, όλοι φορούσαν το εν λόγω ύφασμα στο λαιμό τους.
Σύντομα όμως, και λόγω του γεγονότος πως αυτή η νέα μόδα ήταν πολύ άβολη και καθόλου πρακτική, με την παρακίνηση ενός νέου ρεύματος που ονομάστηκαν «Μακαρόνοι», συνέβη μια επιστροφή στο λαιμοδέτη, ο οποίος επρόκειτο και να κυριαρχήσει για πολλά ακόμη χρόνια. Η φήμη του λαιμοδέτη για την ανδρική μόδα κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1830. Ο λαιμοδέτης, όντας ένα είδος δεμένου φουλαριού, όφειλε σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία του στο σύνολο της ανδρικής μόδας της εποχής. Οι μεγάλες περούκες δεν έδιναν πολύ χώρο για πιο έντονα και πλούσια σχέδια. Ενώ στην Ευρώπη η μόδα έμενε σε απλά σχέδια, ο «Νέος κόσμος» της Αμερικής απαιτούσε περίεργα και ιδιαίτερα σχέδια, κάτι που έδινε τη δυνατότητα στους σχεδιαστές να εισάγουν νέα σχέδια στη μόδα: πουά, ριγέ αλλά και περίεργα και έντονα χρώματα.
Όλα όμως επρόκειτο να αλλάξουν με την εμφάνιση ενός μεγάλου καινοτόμου στον χώρο των υφασμάτων λαιμού: Του Count d’Orsay. Πίστευε πολύ στον λαιμοδέτη, αλλά όχι με την μορφή που είχε ήδη. Τον κατέστησε πιο διακριτικό και μικρό, ενώ παράτησε το απλό και λευκό του ευρωπαϊκό σχέδιο και ακολουθώντας την αμερικανική μόδα, βρήκε το άριστο μέσο των σκούρων χρωμάτων: Σκούρο μπλε και κυπαρισσί, μαύρο και saffron.
Ο Count d’Orsay ήταν ο πρώτος που οραματίστηκε την συνύπαρξη μαύρου λαιμοδέτη και μαύρου κοστουμιού με λευκό πουκάμισο και θεωρείται ο πατέρας του σημερινού smoking. Κατά τις επόμενες δεκαετίες και κατά την βασιλεία της Βικτορίας στην Μ. Βρετανία, η οποία ισχυροποίησε σε μεγάλο βαθμό τη μεσαία – αστική τάξη, ο μινιμαλισμός στο λαιμό ενός άνδρα δήλωνε την υψηλή του καταγωγή, ενώ όσο πιο “φλύαρος” ήταν ο λαιμοδέτης του, τόσο λιγότερο επιφανής θεωρούνταν.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, την εμφάνισή της έκανε η σύγχρονη γραβάτα. Απλή, λιτή και σοβαρή, αγαπήθηκε άμεσα από μόδα, βασιλείς, ακόμη και το στρατό. Ήταν πιο κοντή και γενικά φαρδύτερη από τη σημερινή της μορφή, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1890, η μανία της γραβάτας άγγιξε τα δημόσια σχολεία και εκμοντερνίστηκε, μέχρι που σταδιακά, στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, ταυτίστηκε με τα πρότυπα γραβάτας που έχουμε τώρα.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, έκανε την εμφάνισή του, ο μεγάλος ανταγωνιστής της σύγχρονης γραβάτας, το παπιγιόν.
Η στιγμή μιας αρχικής διάκρισης από τον λαιμοδέτη, για το παπιγιόν, έγινε ίσως στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης πρόσταξε οι στρατηγοί του να φορούν έναν μικρότερο από κάθε άποψη λαιμοδέτη, με πλατιά άκρα και πολύ στενό. Αυτό το είδος λαιμοδέτη μεταφέρθηκε κάπως παραφρασμένα στην Μεγάλη Βρετανία, όπου ο George Brummell εγκαινίασε ένα νέο look, αποτελούμενο από πιο εφαρμοστά ρούχα για τους άνδρες, παλτό και λευκό λαιμοδέτη τύπου ναπολεόντειο, ο οποίος όμως πολύ σύντομα απλοποιήθηκε και πήρε τη μορφή του παπιγιόν. Η νέα αυτή τάση επισημοποιήθηκε με τη χρήση της από τους βασιλείς: Γεώργιος Δ΄, Γουίλιαμ Δ’, ενώ η βασίλισσα Βικτωρία το ενέταξε στην επίσημη φορεσιά του παλατιού.
Το επόμενο βήμα στην ιστορία του παπιγιόν εντοπίζεται στην Αμερική, όταν σε ένα πάρτι στο Tuxedo Park της Νέας Υόρκης για πρώτη φορά, φορέθηκε μαύρο παπιγιόν με λευκό πουκάμισο από έναν από τους καλεσμένους. Η αλλαγή αυτή έκανε τόση εντύπωση που αν σκεφτούμε σήμερα, έχει σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει το λευκό παπιγιόν και κατέχει μια άκρως διάσημη ονομασία: Το «Tuxedo».
Τόσο τα παπιγιόν, όσο και οι γραβάτες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ακολούθησαν εν γένει τις τάσεις τις μόδας που ακολουθούσαν και τα άλλα ρούχα. Απέκτησαν πληθώρα χρωμάτων και σχεδίων, ξεκινώντας πιο δειλά στην αρχή, κατά τις δεκαετίες του ’20, ’30 και ’40 με γήινα και μινιμαλιστικά χρώματα όπως το σκούρο μπλε, το καφέ και το κρεμ, ενώ κατά τις επόμενες δεκαετίες του ’50, ’60 μεγάλωσαν και τα δύο σε μέγεθος, και κυρίως σε πλάτος και υιοθέτησαν έντονα χρώματα σε ανορθόδοξους συνδυασμούς, από floral, μέχρι και fluo.
Από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, και το παπιγιόν και η γραβάτα έγιναν πιο λεπτά και sleek, φτιαγμένα από επίσημα υφάσματα, κρατώντας όμως επιρροές των προηγούμενων ετών, κυρίως στα σχέδια. Η γραβάτα σταδιακά επικράτησε ως ένα πιο ισχυρό και επιβλητικό αξεσουάρ, ενώ το παπιγιόν παραπέμπει σε πιο “ειδικές” περιστάσεις.
Στη σύγχρονη εποχή τα υφάσματα για τον λαιμό έχουν εξελιχθεί σε μια τεράστια βιομηχανία. Οι γραβάτες, από τη μια ακολουθούν διάφορες τάσεις, δημιουργούνται από διαφορετικά υφάσματα, κοσμούν τους πιο περίεργους συνδυασμούς και δημιουργούνται με έναν τεράστιο αριθμό από διαφορετικούς κόμπους – δεσίματα. Τα παπιγιόν, από την άλλη τα τελευταία χρόνια κάνουν ένα ισχυρό comeback, σε διάφορα σχέδια, χρώματα, ακόμα και υλικά!
Τόσο οι γραβάτες, όσο και τα παπιγίον, έχουν προσλάβει πλέον έναν καθαρά διακοσμητικό και στιλιστικό ρόλο, καλλωπίζοντας και ολοκληρώνοντας τις ανδρικές -κι όχι μόνο- εμφανίσεις. Και κάπως έτσι σήμερα, γραβάτες και παπιγιόν είτε έχουν στόχο να ξεχωρίσουν, να επιβληθούν, να γοητεύσουν, να πείσουν, ή απλώς να δημιουργήσουν μια statement εμφάνιση, βρίσκονται πια στις κορυφαίες επιλογές αξεσουάρ λαιμού που κυκλοφορούν παντού γύρω μας.
by Panagiotis Tripolitsiotis