Σύμφωνα με το Set Point Theory (Θεωρία Σημείου Αναφοράς), υπάρχει σε κάθε άνθρωπο ένα σύστημα ελέγχου, το οποίο καθορίζει πόσο λίπος θα πρέπει να έχει, δρα σαν θερμοστάτης δηλαδή για τη ρύθμιση λίπους στο σώμα. Μερικά άτομα έχουν υψηλότερες ρυθμίσεις από άλλα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη θεωρία, το ποσοστό σωματικού λίπους καθώς και το σωματικό βάρος είναι θέμα εσωτερικού ελέγχου, ο οποίος είναι διαφορετικός για κάθε άτομο.
Το Set Point Theory αναπτύχθηκε από τους Bennert και Gurin το 1982, για να εξηγήσει γιατί η επαναλαμβανόμενη δίαιτα είναι ανεπιτυχής στην μακροπρόθεσμη αλλαγή σωματικού βάρους. Κάνοντας μια υποθερμιδική δίαιτα γίνεται η προσπάθεια να υπερβεί το άτομο τις ρυθμίσεις του θερμοστάτη του, κάτι το οποίο φαίνεται να δρα ενάντια στον διαιτώμενο.
Η ιδανική προσέγγιση για τη ρύθμιση του βάρους φαίνεται να είναι μια ασφαλής μέθοδος, η οποία θα χαμηλώνει ή ανεβάζει το σημείο αναφοράς κατάλληλα, παρά να το πολεμά. Μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστό το πώς αλλάζει το σημείο αναφοράς, αλλά υπάρχουν κάποιες θεωρίες γύρω από αυτό το θέμα. Από αυτές η πιο ισχυρή είναι η τακτική άσκηση, όπου μια σταθερή αύξηση της φυσικής δραστηριότητας φαίνεται να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα, χαμηλώνοντας το σημείο αναφοράς.
Σύμφωνα με το Set Point Theory, το ίδιο το σημείο αναφοράς διατηρεί αρκετά σταθερό το βάρος, πιθανώς επειδή έχει πιο ακριβείς πληροφορίες για τα αποθέματα λίπους του σώματος από ότι το συνειδητό μυαλό μπορεί να έχει. Ταυτόχρονα, το σύστημα αυτό πιέζει το συνειδητό μυαλό να αλλάξει τη συμπεριφορά, δημιουργώντας συναισθήματα πείνας ή κορεσμού αντίστοιχα. Μελέτες δείχνουν ότι το βάρος ενός ατόμου στο καθορισμένο σημείο, είναι το βέλτιστο για αποτελεσματική δραστηριότητα και αισιόδοξη διάθεση, χωρίς μεταπτώσεις. Όταν το σημείο αναφοράς είναι πολύ χαμηλό, η κατάθλιψη και ο λήθαργος, μπορεί να τεθούν ως ένας τρόπος επιβράδυνσης του ατόμου και μείωσης του αριθμού θερμίδων που καταναλώθηκαν.
Το σημείο αναφοράς, όπως φαίνεται, είναι πολύ καλό στην εποπτεία της αποθήκευσης λίπους, αλλά δεν μπορεί να το διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στη δίαιτα και την πείνα. Ο διαιτώμενος που ξεκινά μια δίαιτα με ένα υψηλό σημείο αναφοράς βιώνει συνεχή πείνα, πιθανώς ως μέρος της προσπάθειας του σώματός του να αποκαταστήσει το status quo. Ακόμα και οι πιο αφοσιωμένοι, συχνά δεν μπορούν να χάσουν τόσο πολύ βάρος όσο θα ήθελαν. Μετά από μια αρχική, σχετικά γρήγορη απώλεια, οι διαιτώμενοι συχνά κολλάνε σε ένα «φράγμα» και στη συνέχεια χάνουν βάρος σε ένα πολύ πιο αργό ρυθμό, αν και παραμένουν πιο πεινασμένοι από ποτέ.
Τα ερευνητικά δεδομένα γύρω από την δίαιτα, δείχνουν ότι το σώμα έχει περισσότερους από έναν τρόπους για να υπερασπιστεί τα αποθέματα λίπους του. Η μακροχρόνια θερμιδική στέρηση, κατά τρόπο που δεν είναι ξεκάθαρο, ενεργεί ως σήμα για το σώμα να γυρίσει στη μείωση του μεταβολικού ρυθμού. Οι θερμίδες καίγονται πιο αργά, έτσι ώστε ακόμη και μια πενιχρή διατροφή να αρκεί για να διατηρηθεί το βάρος. Το σώμα αντιδρά στην αυστηρή δίαιτα, αντιλαμβάνοντάς την ως λιμό. Μέσα σε μια ή δύο μέρες μετά την έναρξη ακραία υποθερμιδικής διατροφής, ο μεταβολικός μηχανισμός αλλάζει ώστε να διατηρήσει τις λιγοστές θερμίδων που υπάρχουν. Εξαιτίας αυτής της έμφυτης βιολογικής ανταπόκρισης, η δίαιτα καθίσταται σταδιακά λιγότερο αποτελεσματική και οι διαιτώμενοι φτάνουν ένα πλατό στο οποίο η περαιτέρω απώλεια βάρους φαίνεται ότι είναι αδύνατη.
Συμπεραίνοντας λοιπόν από τα παραπάνω δεδομένα, γίνεται σαφές πως μια ακραία υποθερμιδική διατροφή έχει το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι η απώλεια σωματικού λίπους και σωματικού βάρους. Αυτό που θα πρέπει να ακολουθείται είναι μια ισορροπημένη διατροφή, ήπια υποθερμιδική και συνδυαστικά αυξημένη καθημερινή φυσική δραστηριότητα.
Άννα Η. Ματσαγγούρα
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
Ελ. Βενιζέλου 168, Καλλιθέα
Τηλ: 213 000 1544